- αποστυφελιζω
- ἀποστυφελίζωἀπο-στῠφελίζω1) отталкивать, отгонять, оттеснять
(τινά τινος Hom.)
2) отрывать, освобождать(μόχθων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά τινος Hom.)
(μόχθων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποστυφελίζω — ἀποστυφελίζω (Α) απομακρύνω διά της βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»] … Dictionary of Greek
ἀπεστυφέλιξαν — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστυφέλιξε — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστυφέλιξεν — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)